- πήλινον
- πήλινοςof claymasc acc sgπήλινοςof clayneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πήλινος — η, ο / πήλινος, ίνη, ον και δωρ. τ. πάλινος, ΝΜΑ [πηλός] κατασκευασμένος από πηλό (α. «πήλινα αγγεία» β. «τας πηλίνας λεκάνας», Παπαδ. γ. «τὰ πήλινα καὶ κεράμεα στεγάσματα», Πλούτ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. οἱ πήλινοι οι πήλινοι ανδριάντες 2. φρ.… … Dictionary of Greek
Στάης, Βαλέριος — Αρχαιολόγος (Κύθηρα 1857 Αθήνα 1923). Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Λίγο αργότερα αφοσιώθηκε με ζήλο στην αρχαιολογία και σπούδασε μάλιστα αρχαιολογία σε διάφορα γερμανικά… … Dictionary of Greek
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия